μπαγιονέτα

μπαγιονέτα
η
(λ. ιταλ.), η ξιφολόγχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπαγιονέτα — η ξιφολόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bajonetta < γαλλ. bayon ette από την πόλη Bayonne τής ΝΔ. Γαλλίας] …   Dictionary of Greek

  • ξιφολόγχη — η φορητό όπλο που μοιάζει με το ξίφος και με τη λόγχη και προσαρμόζεται στο άκρο τής κάννης τού τουφεκιού, αλλ. μπαγιονέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + λόγχη. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. bayonette tranchante και μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ …   Dictionary of Greek

  • ξιφολόγχη — η είδος λόγχης που προσαρμόζεται στην κάννη του όπλου, αλλ. μπαγιονέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”